καταρτισμόν

καταρτισμόν
καταρτισμός
restoration
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταρτισμός — ο (AM καταρτισμός) [καταρτίζω] 1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευή («καταρτισμός λόχου») 2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ) αρχ. 1. επανόρθωση 2. η επαναφορά εξαρθρωμένου… …   Dictionary of Greek

  • Λομβάρδος, Κωνσταντίνος — (Ζάκυνθος 1820 – Αθήνα 1888). Πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Μόναχο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο όπου άσκησε την ιατρική, αλλά παράλληλα ασχολήθηκε και με την πολιτική. Αγωνίστηκε για την ένωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”